- Κορινθιαστῇ
- Κορινθιαστήςwhoremongermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορινθιαστής — κορινθιαστής, ὁ (Α) [κορινθιάζομαι] 1. αυτός που κυνηγά εταίρες, πορνοβοσκός, μαστροπός 2. ως κύριο όν. Κορινθιαστής τίτλοι κωμωδιών («Φιλέταιρος Κορινθιαστῇ») … Dictionary of Greek